- δουκικός
- δουκικός, ή, όν, = Lat.A ducianus, Just.Edict.13.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δουκικός — ή, ό (AM δουκικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δούκα … Dictionary of Greek
δουκικός — ή, ό αυτός που ανήκει στο δούκα: Ο προπάππος του ανήκε στη δουκική τάξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δουκικῶν — δουκικός ducianus fem gen pl δουκικός ducianus masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουκικόν — δουκικός ducianus masc acc sg δουκικός ducianus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουκικοί — δουκικός ducianus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουκικοῦ — δουκικός ducianus masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουκικούς — δουκικός ducianus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουκικῆς — δουκικός ducianus fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουκικῇ — δουκικός ducianus fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουκική — δουκικός ducianus fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουκικήν — δουκικός ducianus fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)